Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

διόφθαλμος όραση, η

     δio΄fthalmos o΄rasi    
binocular vision

     bαϊνόκιουλαρ βίζιον    

Ερμηνεία:

Η ικανότητα διατήρησης της οπτικής εστίασης πάνω σ΄ένα αντικείμενο με τα δύο μάτια, χρησιμοποιώντας και τους δύο οφθαλμούς και δημιουργώντας ένα οπτικό είδωλο. Η έλλειψη διόφθαλμης όρασης είναι φυσιολογική στα βρέφη. Οι ενήλικες χωρίς διόφθαλμη όραση έχουν εικόνα παραμορφώσεων της αντίληψης του βάθους και του οπτικού υπολογισμού μιας  απόστασης. 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Rebalancing binocular vision in amblyopia. Jian Ding, Dennis M. Levi. Ophthalmic Physiol Opt. Published in final edited form as: Ophthalmic Physiol Opt. 2014 March; 34(2): 199–213. Published online 2014 January 12. doi: 10.1111/opo.12115
 
Binocular combination in abnormal binocular vision. Jian Ding, Stanley A. Klein, Dennis M. Levi
J Vis. 2013; 13(2): 14. Published online 2013 February 8. doi: 10.1167/13.2.14


Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Οφθαλμολογία: